- ολβιότυφος
- ὀλβιότυφος, -ον (Α)(ως προσωνυμία τού Αρχύτα) ο μακάριος στην οίηση και στην αλαζονεία του, ο ευτυχισμένος σύμφωνα με τη δική του γνώμη, αυτός που με την έπαρσή του νομίζει ότι είναι ευτυχισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. μισό-τυφος)].
Dictionary of Greek. 2013.